πολυχρονάω

πολυχρονάω
μετ.
1) делать кого-л. долговечным, удлинять чью-л. жизнь; 2) желать кому-л. долгой жизни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολυχρονάω" в других словарях:

  • πολυχρονάω — Ν βλ. πολυχρονίζω …   Dictionary of Greek

  • πολυχρονίζω — ΝΜΑ, και πολυχρονάω Ν γίνομαι πολύχρονος, ζω πολύ, διαρκώ πολύ χρόνο νεοελλ. 1. (σε ευχή) παρατείνω τον χρόνο ζωής κάποιου, καθιστώ κάποιον πολύχρονο («η Παναγία να σέ πολυχρονίζει») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) πολυχρονισμένος και πολυχρονεμένος α)… …   Dictionary of Greek

  • πολυχρονίζω — και πολυχρονάω πολυχρόνισα, πολυχρονισμένος και πολυχρονεμένος 1. αμτβ., διαρκώ πολύ χρόνο. 2. μτβ., παρατείνω τη ζωή κάποιου, τον κάνω πολύχρονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»